- ευπάροχος
- εὐπάροχος, -ον (Μ)1. (για άλογα) αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα, ο πειθήνιος2. αυτός που παρέχει ελεύθερα τον εαυτό του.[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα» < ευ + πάρ-οχος (< όχος)με τη σημασία «αυτός που παρέχει ελεύθερα τον εαυτό του» < ευ + παρ-έχω].
Dictionary of Greek. 2013.